- ἀνεπιτήδευτος
- ἀνεπιτήδευτοςmade without caremasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπιτήδευτος — η, ο (Α ἀνεπιτήδευτος, ον) ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός αρχ. μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι … Dictionary of Greek
ανεπιτήδευτος — η, ο απροσποίητος, φυσικός, αφελής: Διατύπωσε τις απόψεις του με τρόπο φυσικό, ανεπιτήδευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπιτηδεύτως — ἀνεπιτήδευτος made without care adverbial ἀνεπιτήδευτος made without care masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτήδευτον — ἀνεπιτήδευτος made without care masc/fem acc sg ἀνεπιτήδευτος made without care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτηδεύτου — ἀνεπιτήδευτος made without care masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτηδεύτους — ἀνεπιτήδευτος made without care masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτηδεύτῳ — ἀνεπιτήδευτος made without care masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτήδευτα — ἀνεπιτήδευτος made without care neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιτήδευτοι — ἀνεπιτήδευτος made without care masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek